Page 89 - mag_97
P. 89
του Κωστή A. Μακρή
«Βαρέθηκα πια»
είπε ο μέγας Δούρειος Ίππος
«Βαρέθηκα πια» είπε ο μέγας Δούρειος Ίππος.
Άνοιξη ήταν, όπως τώρα καλή ώρα κι άρχισε να καλπάζει ξέφρενα
προς τον Ελλήσποντο, κι αφού τον πέρασε μ’ ένα γιγάντιο άλμα, πέρασε,
καβάλησε και διέσχισε αρκετούς αιώνες τριποδίζοντας, ενώ αμολού-
σε εδώ κι εκεί τα υπολείμματα των όπλων που σκουριασμένα πια του
ερέθιζαν την κοιλιά και κάπου στις Ουκρανικές πεδιάδες, όπως στάθη-
κε για λίγο να μυρίσει πασίχαρος το καρπουζένιο άρωμα των νεαρών 89
βλασταριών που αθόρυβα ξεμύτιζαν από την γη, άκουσε το βροντερό
χλιμίντρισμα της φοράδας του Γαργαντούα και ερεθισμένος από έναν
πρωτόγνωρο και κάθε άλλο παρά ξύλινο έρωτα έτρεξε κοντά της και
βλέποντας εκείνην να τον καλοδέχεται δηλαδή να μην φεύγει μακριά
αλλά αντίθετα να τον πλησιάζει την πλησίασε κι εκείνος έχοντας στο με-
ταξύ αποβάλει την δούρεια υπόστασή του και γινόμενος ένας τεράστιος
σάρκινος, με κόκαλα, νεύρα, μύες και πανέμορφη χαίτη ίππος, και όταν
βρέθηκαν σε απόσταση συνουσίας έσμιξαν ερωτικά εορτάζοντας τον
αναπαραγωγικό οίστρο της Άνοιξης, που καμιά σχέση δεν έχει με τις
αλογόμυγες, και δοξάζοντας τους ελεύθερους ποιητές που πιο πολύ κι
απ’ την ειρήνη αγαπούν την ελευθερία της φαντασίας της δικιάς τους
και των όντων που αυτή γεννά.