Page 61 - mag_94
P. 61
της Χριστίνας Πομόνη
Και τρομάζω.
Απλώνω τα χέρια, το κορμί μου, γίνομαι τόξο, μα δε φτάνω.
Όχι, δε φτάνω.
Μου κόβεται η ανάσα, ιδρώνω, αγκομαχώ, μα δε φτάνω.
Δεν ξέρω να τα κάνω όλα όμορφα, ούτε και μπορώ.
Δεν ξέρω επειδή μέσα μου είμαι όμορφος υπό προϋποθέσεις.
Είμαι όμορφος όταν είσαι εσύ εδώ.
Όταν φεύγεις, ασχημαίνω.
Θυμώνω και γίνομαι μικρός.
Και πιάνομαι από λέξεις, υποσχέσεις και όλα εκείνα τα τίποτα που
κάποτε ήταν μεγάλα.
Τα δικά σου τα τίποτα και τα δικά μου τα λάθη. 61
Δεν το βάζω κάτω.
Παλεύω με όλο μου το είναι, λέω «θα περάσει, δε θα σου περάσει»,
δεν μπορείς να με νικήσεις, κανείς δε μπορεί, έχω μάθει να παλεύω,
έχω μάθει να επιβιώνω, όχι δε θα με νικήσεις, κανείς δε μπορεί.
Έλα όμως, που καμία απ‘ όλες αυτές τις ανόητες μεγαλοστομίες δε
φτάνει.
Αλλάζω σκέψεις, μυαλό, μέχρι και δέρμα, ξεσπάω σε φωνές, γαμάω
τον πόνο, τη ζωή μου ολόκληρη, μα δε φτάνω.
Δε φτάνω.
Πάντα υπάρχει ένα τόσο δα ελάχιστο κομματάκι που μου θυμίζει πως
δεν φτάνω.
Δεν σε φτάνω.
Όμως, ακόμα σε θυμάμαι.
Για να μπορώ μετά να σε ξεχνώ.
Για να μπορώ μετά να νιώσω ότι σε νίκησα.