Page 76 - mag_90
P. 76
ενΑς μπΑμπής
Η κυρία Πελαγία
– η αγία
κάποιο λόγο ήταν πάντοτε υπέρ της. Ο Σπυράκος, ατυχώς για εκείνες, δεν
Απέναντι από το μίνι μάρκετ έμενε άφησε την Παρασκευούλα του, αντι-
ένα νεαρό ζευγάρι, ο Σπύρος κι η Πα- θέτως αγόρασε κούρσα για να την
ρασκευή που είχαν μια κατακόκκινη σεργιανίζει κι άφησε να εννοηθεί στην
τριανταφυλλιά στο μπαλκόνι τους, ένα γειτονιά πως θα υιοθετούσανε τελικά
παλιό σκουτεράκι για τις μετακινήσεις ένα παιδάκι, προσφυγάκι, απ’ αυτά τα
τους και μια αγάπη που παλεύανε να ασυνόδευτα που λέγανε στις ειδήσεις,
πολλαπλασιάσουνε, κοινά ήθελαν απε- αυτά που θαλασσοπνίγονται μέχρι να
γνωσμένα να κάνουν παιδί. Κι επειδή πατήσουν ασφαλή στεριά.
όσο θες κάτι τόσο το σύμπαν, η τύχη, η «Μπα που να μη σώσουν οι άχρηστοι
μοίρα, πες όπως θες τις αναποδιές, στο -ωρυόταν η κυρία Πελαγία- εγώ κα-
απομακρύνει, είδαν κι απόειδαν, έσφι- κός άνθρωπος δεν είμαι, ψυχικό θα
ξαν το ζωνάρι τους και κατέφυγαν στην κάνουν αλλά δεν βρήκαν ένα δικό μας
ασφαλή επιλογή της εξωσωματικής. παιδί, ένα ελληνάκι; Το βρήκαμε τώρα,
Αμ δε, τα λεφτά σώθηκαν και το πολυ- οι ξένοι, οι πρόσφυγες, οι πονεμένοι,
76 πόθητο μωρό δεν έκανε την εμφάνισή έρχονται αυτοί όλοι, οι ξυπόλητοι και
του. Κι όσο η τριανταφυλλιά στο μπαλ- τρώνε το δικό μας ψωμί. Τ’ ακούς Πο-
κόνι άνθιζε τόσο μαραινόταν η Παρα- λυξένη; Τ’ ακούω να λες. Θα πέσει φω-
σκευή, τόσο μούτρωνε ο Σπύρος. τιά να μας κάψει. Και πώς θα το φω-
«Τι τα θες, γυναίκα που δεν κάνει παι- νάζουν το παιδί, μου λες; Χασάν; Αλή;
διά άχρηστη είναι -έλεγε η κυρία Πε- Μεχμέτ; Μη χειρότερα Θεέ μου φύλαξε
λαγία- γιατί να ξέρεις, πάντα η γυναίκα μας απ’ τα δεινά.»
φταίει. Τι να την κάνει μετά ο άντρας Η Πολυξένη δε μίλαγε, κοιτούσε τα
της; Να δεις που γρήγορα θα την αφή- σύννεφα και περίμενε να πέσει η οργή
σει και καλά θα κάνει δηλαδή.» του Κυρίου να κάψει τους άχρηστους
Οι φιλενάδες που μαζευόντουσαν στο και μαζί μ’ αυτούς και όλους όσους δεν
μίνι μάρκετ για κοινωνική ενημέρω- τα κάνουν έτσι όπως τα βρήκαν, μαζί
ση και κριτική, τάχα για να αγοράσουν μ’ αυτούς και τον μικρό Χασάν που θα
μανταλάκια, συμφωνούσαν εν χορώ τους κουβαλούσανε οι άμυαλοι οι γεί-
και κοιτιόντουσαν με τρόμο. Ευτυχώς τονες μέσα στα πόδια τους.
εκείνες τα κατάφεραν, γέμισαν τη γει- Κι ύστερα σκεφτότανε κι εκείνον τον
τονιά με εξαιρετικούς απογόνους κι άλλον, που ντυνότανε με γυναικεία
ας ήταν ο γιος της μίας χασικλής και ρούχα στη Σκαμιά, που ήθελε να είναι
η κόρη της άλλης μελανιασμένη κάθε γυναίκα, άντρας με τρίχα ως το λαιμό
μέρα απ’ την αγάπη του νεοαποκτηθέ- και ταραζόταν τα μέσα της. Γιατί, μη
ντος συζύγου της. βλέπεις που έκανε πως δεν καταλά-