Page 114 - mag_21
P. 114
JUKEBOX
Ένα ζεϊμπέκικο για τον Θείο...
Εκείνος ήταν νέος γύρω στα τριάντα και εγώ μικρή, η μικρούλα ανηψιά του.
Τα καλοκαίρια πήγαινα μόνη μου στο νησί, γιατί οι γονείς, εσωτερικοί μετανάστες, δεν
είχαν ούτε χρόνο, ούτε άδεια, ούτε χρήματα για να πάνε να ξεκουραστούν λίγες μέρες
στο μέρος που γεννήθηκαν, μεγάλωσαν αλλά ...δεν μπόρεσαν να μείνουν. Δύσκολες μέ-
ρες, σκληρές εποχές για τους γονείς που γεννήθηκαν στην κατοχή.
Παρατηρούσα κάθε μέρα το θείο μου, όταν γυρνούσε από τη δουλειά. Το αργό, αλλά
σταθερό του βήμα δε μαρτυρούσε ότι είχε στερηθεί τον ήλιο που χάριζε άπλετα το φως
του στο νησί, από πολύ πρωί μέχρι και το βράδυ. Δούλευε στα μεταλλεία. Όπως οι πε-
ρισσότεροι εκείνη την εποχή. Δουλειά με απαιτήσεις, δουλειά με κόπο και στερήσεις. Και
όμως, το χαμόγελο δεν έσβηνε από τα χείλη του.
Τώρα που το σκέφτομαι μεγάλη πια, ήταν ένα χαμόγελο, μελαγχολικό, ανεξήγητο αλλά
ήταν… ένα χαμόγελο αυθεντικό, αληθινό.
Πολλά από τα παλικάρια του νησιού που δούλευαν στα μεταλλεία δε βγήκαν ποτέ από τις
γαλαρίες. Τα “έβγαλαν” και ο πόνος, σ’όλο το νησί ήταν ανείπωτος κάθε φορά που οι
καμπάνες, έστελναν παντού το θλιβερό μαύρο μαντάτο.
Αυτός ο θείος, ήταν πάντα μόνος. Ζούσε μόνος, πάντα λιγομίλητος μ’ ένα άφιλτρο, ατε-
λείωτο τσιγάρο στο χέρι, ένα φλιτζάνι ζεστό καφέ σκέτο, που λες και δεν άδειαζε ποτέ.
114114 Οι παρέες του λιγοστές. Οι σκέψεις του διπλοκλειδωμένες.
Τα χάδια του μετρημένα, αλλά τα γδαρμένα του χέρια σε γέμιζαν ασφάλεια και έδιωχναν
μακριά τη στεναχώρια για την απόσταση που σε χώριζε από τους γονείς.
Το μελίσσι από τ’ανήψια που έπαιζε στην πλακόστρωτη αυλή της γιαγιάς, ακριβώς δίπλα
από την κάμαρη που ζούσε ο θείος, περίμενε με ευλαβική ανυπομονησία να έρθει η Κυ-
ριακή, για να τον δει να βγαίνει το απόγευμα να πάει στην πλατεία του χωριού. Τότε, τον
έβλεπαν να λάμπει μέσα στο λευκό του πουκάμισο, λες και κάπου είχε αποθηκεύσει το
φως του ήλιου, που είχε στερηθεί όλη την εβδομάδα.
Περίμεναν ν' ανέβει αργά το μονοπάτι για να βγει στο δρόμο...
Οι φίλοι του, οι πραγματικοί του φίλοι, που του έκαναν παρέα όλες τις ημέρες, ήταν τα
σκυλιά και οι γάτες. Ο μόνος λόγος που μάλωναν τα ζωντανά, έτσι τα έλεγε, ήταν για το
ποιο θα πάρει το πρώτο χάδι, μόλις τον έβλεπαν. Αυτά λοιπόν τον συνοδεύαν μέχρι την
αυλόπορτα, σα να συνόδευαν το γαμπρό και μετά, περίμεναν υπομονετικά την επιστροφή
του. Γυρνούσε πάντα αργά και πάντα πιωμένος, λιώμα θα λέγαμε σήμερα. Όσο όμως και
αν είχε πιεί, όσο και αν έχανε κάποιες φορές το δρόμο της επιστροφής, ποτέ δεν έχανε τα
βήματα στο βαρύ ζεϊμπέκικο που χόρευε λίγο πριν κλείσει το μαγαζί. Όσο αμίλητος ήταν ό
ίδιος, τόσο μιλούσε όλο του το σώμα κατά τη διάρκεια του χορού. Λες και μεταμορφω-
νότανε σε αητό. Όλοι μιλούσαν για το χορό του.
Κάποια φορά, ρώτησα τη γιαγιά μου γιατί πίνει τόσο πολύ;
Και εκείνη κουνώντας το κεφάλι της μου είπε "γιατί παιδί μου αγάπησε, αγάπησε πολύ”!
YΓ. Το ποίημα του Γιάννη μου θύμισε αυτόν το θείο, που δεν είναι κοντά μας πια!
Γιάννη σε ευχαριστώ πολύ!