Page 63 - mag_116 (7)
P. 63

της Mιμίκας Μαντά











               Συνέρχομαι. Κουνάω το χέρι μου σαν να                 ζωή θέλει ζωντάνια.
               διώχνω κάποιο έντομο.                                 Μου δίνει οδηγίες. «Μετά από τρία τε-

               -  Γιατί ζωντανεύουν αυτές οι στιγμές,                τράγωνα κάνουμε δεξιά και φτάνουμε».
                   αναρωτιέμαι.  Πως  ζουν,  αφού  τις               Δεν ξέρω τι να πω. Συνεχίζω να οδηγώ
                   έσβησα...
                                                                     μηχανικά και νοιώθω πως έχω βρεθεί

                                                                     σε έναν παράλληλο  κόσμο.
               Κι εκείνη τη στιγμή, πριν προλάβω να
               μελαγχολήσω, ανοίγει η πόρτα του συ-                  Μιλάει συνέχεια. Ο κακός κι ο καλός μου

               νοδηγού και ορμάει δίπλα μου μια ηλι-                 εαυτός κάνουν χώρο και σ’ έναν τρίτο.
               κιωμένη γυναίκα. Τα χάνω. Δεν είχα                    Ο τρίτος φωνάζει πως αυτός που ζω
               κλειδώσει; Τι κάνει αυτή δίπλα μου;                   τώρα είναι ο αληθινός κόσμος.
               -  Πήγαινε με πιο πάνω, μου λέει. Να                  Τώρα το καταλαβαίνεις; ρωτάει. Τώρα

                   χαρείς. Κουβαλάω και τσάντες.                     βλέπεις τα τσιμέντα δίπλα σου, τους αν-
               Πριν αρθρώσω κάτι,  μου λέει πως πρέ-                 θρώπους να παλεύουν να επιζήσουν
               πει να πάει πίσω στο σπίτι της, πως κου-

               ράστηκε, πως πόνεσαν τα πόδια της.                    μέσα στο άγχος και την ανασφάλεια;
               Τα γκρίζα της μάτια με κοιτάζουν απαι-                Τώρα βλέπεις τα όντα με τις μάσκες; Τη                     63
               τητικά κι αποφασισμένα.                               δική σου μάσκα τη θυμάσαι;
               -  Που με ξέρετε; ψελλίζω. Πως μπαί-                  -  Εδώ, εδώ δεξιά φωνάζει η γυναίκα.

                   νετε έτσι σ’ ένα άγνωστο αμάξι;                   Στρίβω. Κατεβαίνει. Από την ανοιχτή
               Εκείνη τακτοποιεί τις σακούλες που                    πόρτα η βουή και τα κορναρίσματα ει-
               κουβαλάει και  πετάει το βιβλίο μου στο               σβάλουν στο αμάξι. Εκείνη μου δίνει ένα

               πίσω κάθισμα.                                         μάτσο μαϊντανό.
               -  Τι θα πει που σε ξέρω κοπέλα μου,
                   απαντά. Όλοι εδώ στο ίδιο καζάνι                  -  Πάρε λέει. Είναι φρέσκος. Και μην

                   βράζουμε. Όλοι ένα γίναμε σ’ αυτή                    αλλάξεις μουσική.
                   την πόλη.
               Όλοι γνώριμοι άγνωστοι είμαστε!                       Φτάνω στο γραφείο  καθυστερημένη.

               Νοιώθω κεραυνοβολημένη.                               Κανείς δεν ρωτάει γιατί. Έχουν περάσει
               Τι να κάνω; Να βοηθήσω τη γυναίκα; Να                 τα ίδια.
               της φωνάξω να βγει από το αμάξι;                       Όλοι φοράνε μάσκες με χαμόγελα.
               Πριν προλάβω να σκεφτώ οτιδήποτε,                     Παίρνω ένα μικρό βάζο και τοποθετώ το

               απλώνει το χέρι της στο ράδιο.
               -  Βάλε κάτι χαρούμενο, λέει. Πως θ’                  μαϊντανό.
                   αντέξεις με αυτά τα λυπητερά που                  Είναι ο μόνος χωρίς μάσκα. Είναι φρέ-

                   ακούς.                                            σκος. Χαμογελάει αληθινά!
               Βρίσκει κάποια δημοτικά, κεφάτα τρα-                  Σπρώχνω το βάζο πιο δεξιά. Να το βλέ-
               γούδια. Με κοιτάζει και δηλώνει πως η                 πω καλύτερα!
   58   59   60   61   62   63   64   65   66   67   68