Page 81 - mag_110
P. 81

της Δήμητρας Ξενάκη











               στην πρωτεύουσα την κόρη τους.                        -      Σου συμβαίνει κάτι; Σ' έχασα

               Εκείνη τους κοίταξε στα μάτια τους                    ρώτησε μια μέρα
               είπε πόσο τους αγαπάει, τους ζήτησε                   -      Τι να συμβαίνει; της απάντησε.
               να χαίρονται με την χαρά της.                         Πρέπει να είμαστε αυτοκόλλητοι για

               Πέρασε τις εξετάσεις. Κι έπειτα κό-                   να είναι όλα καλά;

               πιασε μόνη σε μια πόλη ξένη. Δού-                     Δεν ξαναμίλησε η Κωστούλα.
               λευε και σπούδαζε. Όταν πήγαινε                       Κάποια μέρα δίπλωσε τα φτερά που

               στο χωριό, ένοιωθε κάτι να χτυπά-                     της είχαν απομείνει και πήγε στο

               ει με λαχτάρα μέσα της. Υπήρχαν                       χωριό. Ρώτησε τη μάνα της , αν θέ-
               στιγμές που λύγιζε. Έκλαιγε μόνη κι                   λει να πάνε βόλτα στο ποτάμι.
               αναρωτιόταν μήπως ήταν καλύτερα                       -      Τώρα;  Βραδιάτικα;  της απο-

               εκεί δίπλα στην στοργή των δικών

               της. Απ' την άλλη δεν μπορούσε να                     κρίθηκε.
               διανοηθεί τον εαυτό της αποκλει-                       Βγήκε μόνη της η Κωστούλα.  Έφτα-
               σμένο από τον υπόλοιπο κόσμο.                         σε στην όχθη κάθισε και βούτηξε τα

               Έσφιγγε τα δόντια και προχωρούσε                      πόδια της στο νερό. Άφησε το χάδι                          81

               Ο  έρωτας  ήρθε  όταν  γνώρισε  τον                   του να την γαληνέψει.

               Παύλο. Ήταν σαν δροσερή βροχή                         Γδύθηκε και πρόσφερε το σώμα της
               που έδιωξε τον κουρνιαχτό της ψυ-                     στο υγρό στοιχείο που την αγκάλια-

               χής της. Ήταν γαλήνη και μοίρασμα.                    ζε ακολουθώντας τις καμπύλες του
               Ήταν επικοινωνία και σεβασμός.                        κορμιού της. Έγινε ένα με το ποτάμι.

               Κοινές αναζητήσεις, γέλια και σιω-                    Τα λόγια του την μάγευαν. Άνοιξε τα

               πές που γέμισαν τον κόσμο της κι                      χέρια και το νερό μπήκε στην αγκα-
               έφεραν χρώματα στην καθημερινό-                       λιά της. Έφυγαν μαζί, εύκαμπτοι,

               τητά  της.  Γελούσε  από  την  καρδιά                 ανοιχτοί σε κάθε σινιάλο της φύσης.
               της.  Φύτευε  λουλούδια,  χαιρόταν                    Την βρήκαν δύο μέρες μετά. Στο  γα-

               την βροχή, έβλεπε φως παντού.                         λήνιο πρόσωπό της ζωγραφιζόταν

               Και πίστεψε σ' αυτόν τον άνθρωπο.                     ένα αμυδρό χαμόγελο.
               Αφέθηκε. Θεώρησε πως βρήκε αυτό                       «Στις δώδεκα τα μεσάνυχτα έφυγε

               ακριβώς που της ταίριαζε , αυτό που                   είπαν κάποιοι. Τότε που ξέσπασε η
               αναζητούσε –χωρίς να το ξέρει.                        καταιγίδα»

               Τα φτερά που την ανύψωναν άρχι-                       «Ήταν το ριζικό της» συμπλήρωσαν

               σαν να πέφτουν, όταν οι επισκέψεις                    άλλοι.
               του Παύλου στο σπίτι της αραίωσαν.
   76   77   78   79   80   81   82   83   84   85   86