Page 56 - mag_105
P. 56

ΕΝΑΣ ΜΠΑΜΠΉΣ










                                            «Η βίδα»










               Κάθομαι να γράψω και δεν μπορώ να                     είναι ακριβό πιοτό.

               σκεφτώ τίποτα, που να μοιάζει σοβαρό                  Δεν πίνω, δεν καπνίζω, δεν πάω σι-
               και να μην είναι και αστείο ταυτόχρονα.               νεμά, δεν πάω σε ταβέρνες, δεν πάω

               Μου ζητάνε ν’ αποφασίσω τι θα ψηφί-                   διακοπές, δεν πάω πουθενά. Μόνο στο

               σω στις επερχόμενες εκλογές και νιώ-                  χωριό ίσως αλλά κι αυτό όχι τόσο συ-
               θω πως χαμηλώνει το ταβάνι και με                     χνά όπως παλιότερα. Με τι βενζίνη να

               πλακώνει.                                             πάω ρε άνθρωπε; Με τι ακτοπλοϊκά, με

               Βγαίνω μια βόλτα, έτσι, για να πάρω                   τι αεροπορικά; Δεν μου περισσεύουν.
               τον αέρα μου και ο θόρυβος από τα δι-                 Δε ντύνομαι, τα ίδια ρούχα βρέξει χιο-

               ερχόμενα αυτοκίνητα με τρομάζει.                      νίσει.  Ευτυχώς  που  υπάρχουν  και  τα
   56          Μπαίνω στο σούπερ μάρκετ για ν’ αγο-                  κινέζικα. Μα το πιάσανε το νόημα κι

               ράσω κάτι που θα μου φτιάξει τη διά-                  αυτοί κι ακριβαίνουν τα προϊόντα τους.

               θεση και παθαίνω κρίση πανικού.                       Κάνε το σταυρό σου μην τύχει κι αρ-

               Πηγαίνω στη δουλειά μου, μήπως και                    ρωστήσω. Ποια φάρμακα και ποιο νο-
               νιώσω κομμάτι μιας αγέλης, «προστα-                   σοκομείο; Σαν το σκυλί στ’ αμπέλι θα

               σία» αυτό επιδιώκω να πάρω μα αντί                    πάω.
               αυτού, πίεση, απειλές, εκφοβισμοί κι                  Μέσα μου χαίρομαι που τουλάχιστον

               ένα μεροκάματο που συνέχεια φθίνει,                   δεν έχω παιδιά. Κάποτε με πείραζε,

               δεν μου φτάνει.                                       τώρα  λέω  δόξα  σοι  ο  Θεός.  Πώς  να
               Τίποτα δεν μου φτάνει. Όλα μικραίνουν,                τα ταίσω, πώς να τα ντύσω, πώς να τα

               φτωχαίνουν, στενεύουν, ασχημαίνουν,                   στείλω σχολείο; Δεν σκέφτομαι καν την

               φυτοζωούν. Η ζωή, η ζωή μου ρε φίλε,                  προοπτική να τα σπουδάσω.
               για τη ζωή μου σου μιλάω, ακούς; Για                  Κάθε μέρα που περνά νιώθω εξάρτη-

               τη ζωή μου.                                           μα, μια βίδα σε μια μηχανή που αλέ-

               Ε, δεν την ελέγχω πια.                                θει τα πάντα, όλα όσα ήξερα κι όλα όσα

               Φεύγει μέσα απ’ τα χέρια μου σα νε-                   ονειρεύτηκα. Κι εγώ τι είμαι θαρρείς;
               ράκι που τρέχει. Νεράκι είπα, ποιο νε-                Μια οποιαδήποτε βίδα. Άμα πιτσικάρει

               ράκι; Αυτό που θα ιδιωτικοποιηθεί σε                  θα βάλουν άλλη στη θέση της κι ύστε-
               λίγο και θα το πίνουμε με φειδώ σα να                 ρα κι άλλη κι άλλη. Με θυμώνει αυτό.
   51   52   53   54   55   56   57   58   59   60   61