Page 9 - mag_34
P. 9

Αγαπώ το βλεφάρισμα των ματιών σου. Το δάκρυ της χαράς και της
               λύπης που αφήνεις να κυλά ατόφιο μπροστά μου. Τη μυρωδιά της

               ψυχής σου, που μεθά και γιατρεύει και τον πιο επίμονο πόνο.
               Με κάνεις και ψάχνω να βρω απεγνωσμένα τι μπορεί να σε κάνει να

               γελάς σαν παιδί. Τι μπορεί να ποθείς, τι θέλεις να κρατάς στα ακρο-
                δάχτυλά σου και να νοιώθεις πως έχεις τον κόσμο όλο στις παλάμες

                σου. Τι σου έλειψε, τι στερήθηκες, τι αγάπησες και το θεωρούσες

                άπιαστο, τι ονειρεύτηκες και το έβλεπες να χορεύει μπροστά σου



                 Εγώ! Θα στα φέρω όλα εγώ! Ένα ένα! Δώρα στα πόδια σου... αντί-
                 σαν ουτοπία.

                 δωρα της δικής μας Άγιας κοινωνίας.
                 Έτσι ξέρω εγώ πώς είναι ν αγαπάς, έτσι μόνο μπορώ εγώ να σ αγα-

                  πώ... έτσι μόνο γίνομαι αυτό για το οποίο είναι ο προορισμός μου.

                  Μου το ’λεγαν οι ποιητές χρόνια αμέτρητα. Μου το ’λεγε η ομορφιά
                  γύρω. Μου το ’δειχνε η ψυχή μου. Κι ήταν αρκετή μια φράση σου,

                  για να αρχίσουν όλα αλλιώς: «Δεν προλαβαίνουμε, μάνα μου!» Και
                   από τότε χαθήκαμε μέσα σε χιλιάδες λέξεις, που κάθε μια τους ήταν

                   μια ζωή ολόκληρη. Σε χιλιάδες σιωπές, που κάθε μια τους ήταν μια


                   κραυγή που τρόμαζε το Σύμπαν!                                                                                 9
                   Δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Μόνο ένας. Να είμαι τόσο εσύ, που να

                    εξαϋλωθώ μέσα σου. Να κατοικήσω μέσα σου.
                    Να βλέπω, να νοιώθω, να αγγίζω, να ζω, από εσένα. Να πάρω τη
                    μορφή σου. Να έχω τις εκφράσεις σου. Να μιλώ με τις λέξεις σου.



                    Να με φωνάζουν με τ’ όνομά σου.
                     Άλλαξα. Ομόρφυνα. Αγαπώ, επί τέλους. Όλο τον κόσμο. Τον αέρα,
                     τη θάλασσα, τη γη, τα άψυχα και τα έμψυχα, την οργανική και ανόρ-



                     γανη ύλη που μας περιβάλλει.

                     Δεν υπάρχει, πια, μάτια μου, θάνατος.
                      Ο Παράδεισός σου, μου έδωσε πρόγευση της Αθανασίας μου.

                      Γδέρνω την ψυχή για να βγει μια φωνή που θα «ξυπνήσει» και



                      τους άλλους.
                      Θέλω μεγάλη παρέα στον Παράδεισο...
                       Στίβω όλες τις λέξεις που μιλώ και πέφτουν μόνο δυο σταγόνες:




                       Σ’ αγαπώ!
                       σ.σ. Ο αποδέκτης, μην αναρωτηθείς αν είναι υπαρκτός.

                                                                                         Κυριακή αιλιανού
   4   5   6   7   8   9   10   11   12   13   14