Page 41 - mag_35
P. 41

ÑÌÖ —ÓÐѹ ˜¾ÈϹ









               Το πορτοκαλοκίτρινο φως             Μια ερώτηση µικρού παι-             πίστη µου ότι -καλά να εί-
               της  δύσης  ζεσταίνει  τους         διού: «Τι έχει εκεί µέσα;».         µαστε-  θα  ξανάρθει  από
               τοίχους  που  έχουν  στην           Και  η  απάντηση  που  µου          εκεί το φως το άλλο πρωί.
               πλάτη  τους  έναν  µολυβέ-          ’ρχεται -αλλά δεν τη λέω,           Και  το  πλαστικό  κεσεδά-

               νιο ουρανό.                         µη νοµίσει το παιδί ότι το          κι, καθώς δεν το κοιτάζω
               Τα  κοτσύφια  αλλάζουν              κοροϊδεύω  µε  τα  ακατα-           συνέχεια γιατί έχω κι άλ-
               τραγούδι.                           λαβίστικά  µου-  να  µοιά-          λες  δουλειές,  γίνεται  γα-
               Η µέρα µεγαλώνει.                   ζει µε δική µου δέσµευση            στέρα  θαυµάτων,  µίµηση

               Το  φως  χώνεται  στους             απέναντι  στον  χρόνο  και          γης,  ∆ήµητρας  µυστήριο
               πόρους  του  χεριού  µου            στις  µέρες  που  έρχονται:         και πρόσφορο και µε της
               µε µια ζέστη που έχει σπό-          «Σπόρους  µαγικούς  έχει            Αφροδίτης,  της  αµβολο-
               ρους  παγωνιάς  ακόµα               µέσα, σπόρους υποµονής              γήρας, τη ναζιάρικη χάρη.

               µέσα της.                           και  σπόρους  θαυµάτων              Τα µαµουνιασµένα φασό-
               Στο ντουλάπι της κουζίνας           και ανάστασης».                     λια  ανοίγουν,  ελίσσονται
               µας ένα σακούλι µε φασό-            Αντ’ αυτού: «Φασόλια φύ-            βλαστοί  καλλιπλόκαµοι,
               λια.                                τεψα», λέω.                         βγαίνουν  φύλλα  µ’  ένα

               Κυριευµένα  από  ορδές              Και να ξαναγυρίζουν στο             τραγανό  πράσινο  που
               µαµουνιών, τα κακόµοιρα             µυαλό µου οι αρχαίες λέ-            στρέφουν  µ’  ελαφριές
               δικοτυλήδονα χάνουν την             ξεις:  «Κήποι  Αδώνιδος»            υποκλίσεις  προς  το  φως                41
               ευκαιρία  να  ανακυκλω-             και «Αδώνεια».                      του ήλιου.

               θούν -µε τη νόστιµη µορ-            Και να έχουν ήδη περάσει            Μεγαλώνουν την ώρα που
               φή µιας φασολάδας- µέσα             οι Πρώτοι Χαιρετισµοί.              δεν  τα  κοιτάζεις.  Πρασι-
               στα σκοτεινά σωθικά µας.            Και η Μεγαλοβδοµάδα, η              νίζουν  την  ώρα  που  δεν
               Κάτι µε εµποδίζει να τα πε-         Ανάσταση  και  η  Λαµπρή,           τα  κοιτάζεις.  Ελίσσονται

               τάξω στα σκουπίδια.                 ως ονοµασίες εορτών πε-             ψηλά την ώρα που δεν τα
               Μια µνήµη, πολύ παλιά, µε           ρισσότερο,  να  αναδύο-             κοιτάζεις.
               οδηγεί να ρίξω τα πιο πολ-          νται από σελίδες και από            Οι  κοτυληδόνες  τους
               λά στο χώµα και να βάλω             παλιά  ακούσµατα  και  να           ανοίγουν σε κατακόρυφα

               και µια χούφτα απ’ αυτούς           µου γνέφουν σαν κάτι πα-            χαµόγελα και µε τη γόνιµη
               τους σπόρους των ψυχαν-             λιές θειάδες, σαν µακρινό           βραδύτητα  ωροδεικτών
               θών -όσπρια τα λέµε αλλά            θυµίαµα  ―πιο  πολύ  σαν            µετρούν  το  πέρασµα  της
               τι όµορφη που είναι η πε-           άρωµα,  παρά  σαν  µονο-            µέρας.

               ταλουδένια  αυτή  παλιά             πάτια δικής µου πίστης―             Έχουν µέσα τους την υπο-
               τους  ονοµασία:  Ψυχαν-             και  να  αναµετριώνται  µε          µονή  και  τη  δύναµη  των
               θή!- σ’ ένα πλαστικό κεσε-          το πορτοκαλοκίτρινο φως             αρχαίων θαυµάτων.
               δάκι. Τα τυλίγω και µε µια          της ∆ύσης πάνω στα όρ-              Έχουν µέσα τους το θαύ-

               µπαµπακένια  κουβερτού-             θια κτίρια που κρύβουν τη           µα  της  Άνοιξης  µετά  από
               λα  ποτισµένη  στο  νερό.           µολυβδοκοντυλοπελεκητή              εκατοµµύρια  σκοτεινούς
               Και τα βάζω µπροστά στο             Ανατολή µου, που σκοτει-            χειµώνες.
               παράθυρο, εκεί που µπαί-            νιάζει στο τέλος της µέρας          Έχουν µέσα τους την υπό-

               νει ο ήλιος το πρωί.                χωρίς  να  χάνω  εγώ  την           σχεση της ζωής.
   36   37   38   39   40   41   42   43   44   45   46