Page 55 - mag_015
P. 55

της Ειρήνης Παππά

                                                                                            http://www.microstory.gr









               και τραγουδούσαν γνωστά             γλύκα στην ψυχή… και μια μικρή παράξενη χαρά… άγνωστο
               τραγούδια της περιοχής              γιατί, κρυμμένη στα φυλλοκάρδια.
               δείχνοντας να διασκεδά-             Η δουλειά του τέλειωσε το μεσημέρι, τα σακιά με το αλεύρι
               ζουν χωρίς να νοιάζονται            τα φόρτωσαν στο κάρο τα δυο γεροδεμένα παλικάρια του

               αν θα ακουστούν ή αν θα             μυλωνά και ο Κωσταντής πήρε το δρόμο του γυρισμού για
               τις δει κάποιος περαστικός.         το χωριό, πάλι μέσα από το δάσος. Μα τώρα ήταν μέρα κι
               Ποιος  μπορούσε  άλλωστε            όλα ήταν διαφορετικά, ο γκιώνης ήταν ήσυχος, τα βατράχια
               να τις δει τέτοια ώρα μέσα          κοιμόντουσαν, κανένα γέλιο και κανένα παράξενο τραγούδι

               στο δάσος; Ήταν νύχτα κα            δεν ακούστηκε στο δάσος και ο ήλιος τρύπωνε μέσα από τις
               η απόσταση δυσκόλευε την            φυλλωσιές και έκανε τη διαδρομή να φαίνεται ευχάριστη και
               αναγνώρισή τους.                    πολύ πιο σύντομη από τη νυχτερινή! Πριν νυχτώσει είχε γυ-
               Ο παππούς ο Κωνσταντής              ρίσει ήδη στο χωριό. Σε όλη τη διαδρομή τον βασάνιζε μια

               μόνο μια κατάφερε να δια-           σκέψη… τα κορίτσια αυτά που είχε δει να λούζονται στο πο-
               κρίνει καθαρά… την πιο λυ-          τάμι σίγουρα ήταν από το χωριό του… κανένα άλλο χωριό
               γερή και όμορφη από όλες,           δεν υπήρχε εκεί κοντά… και σίγουρα το νυχτερινό μπάνιο
               μια ψηλή  κοντυλογραμμένη           τους θα το ’καναν συχνά στο ποτάμι! Ο παππούς ανησύχη-

               κοπέλα με μακριά μαύρα              σε, αυτή η τρέλα μπορούσε να εξελιχτεί επικίνδυνη για τις
               μαλλιά που έβλεπε τις άλ-           κοπέλες αυτές αν έπεφταν στα χέρια κανενός αλήτη ή αν τις                    55
               λες πάνω από ένα βράχο              έπαιρναν χαμπάρι τα παλικάρια του χωριού! Κάτι έπρεπε να
               και γελούσε… όλο γελού-             κάνει! Να ειδοποιήσει τους γονείς που είχαν κόρες να προ-

               σε! Το φεγγάρι τρύπωνε              σέχουν τις νύχτες τα κορίτσια τους. Μα από πού να αρχίσει
               μέσα από τα φύλλα και την           αφού δεν είχε καταφέρει να αναγνωρίσει καμιά; Ώρες τα
               έλουζε με το ασημένιο φως           σκεφτόταν ο Κωνσταντής… τα ’φερνε από ’δω, τα γύριζε
               του μετατρέποντάς την σε            από κει και κάποια στιγμή το αποφάσισε! Θα πήγαινε να χτυ-

               οπτασία… σε νεράιδα των             πήσει την πόρτα του Διαμαντή, ήταν αυτός που κατοικούσε
               παραμυθιών! Κάτι στην όψη           στο τελευταίο σπίτι του χωριού, στο πιο κοντινό στο ποτάμι.
               της, του φάνηκε γνώριμο,            Ο Διαμαντής είχε τέσσερα κορίτσια… σίγουρα κάποιο από
               κάτι στα χαρακτηριστικά,            αυτά θα ήταν στην παρέα των κοριτσιών που είχε δει το προ-

               στα μακριά μαλλιά της… μα           ηγούμενο βράδυ στο ποτάμι. Έπρεπε να τον προειδοποιή-
               δεν μπορούσε να καταλά-             σει… μόλις έπεσε η νύχτα πήγε δειλά και χτύπησε την πόρτα
               βει τι! Έμεινε λίγη ώρα εκεί        του σπιτιού… μόνο απέξω είχε περάσει ως τότε ο Κωνστα-
               ο παππούς απολαμβάνοντας            ντής αλλά το σκυλί μες στην αυλή τον γνώριζε… γαύγισε για

               τη θέα, το τραγούδι, την            λίγο μα μόλις τον κατάλαβε κούνησε χαρούμενο την ουρά
               ομορφιά… μα ύστερα σα να            και τρίφτηκε στα πόδια του. Ο νοικοκύρης βγήκε όταν άκου-
               ντράπηκε αποφάσισε να συ-           σε το γάβγισμα και κάλεσε τον χωριανό του να μπει στο σπί-
               νεχίσει το δρόμο του… άλ-           τι. Πρώτη φορά έμπαινε στο σπίτι εκείνο ο παππούς, φτωχι-

               λωστε η ώρα περνούσε και            κό ήταν αλλά πεντακάθαρο… άλλωστε είχε πέντε γυναίκες
               ο μύλος ήταν μακριά. Συ-            να το περιποιούνται!
               νέχισε το δρόμο του με μια          Πώς να τον ξεστομίσει όμως το λόγο που τον έφερνε ως
   50   51   52   53   54   55   56   57   58   59   60