Page 63 - mag_55
P. 63
της Ροδούλας Ζορμπά
Το φθινόπωρο που ακολούθησε αυτό το πυρωμένο καλοκαίρι, έχει
μεσιάσει κι ο τόπος δεν ήπιε μέχρι ώρας στάλα νερό.
Ένα αποκάρωμα τυλίγει ζωντανά κι άψυχα.
Το ξύλινο σπίτι, στο έβγα του χωριού, ακινητεί. Φαίνεται φτιαγμένο για
δύο, που όμως από καιρό έχουν αλλάξει διαμονή, όπως τουλάχιστον
δείχνει το κομμάτι της στέγης που λείπει.
Ένας ξύλινος φράχτης το ορίζει και περιορίζει τον κραυγαλέα παρα-
τημένο κήπο του που απλώνεται δεξιά κι αριστερά του, χωρισμένος
από ένα πλακόστρωτο μονοπάτι που οδηγεί ίσια στα ξεχαρβαλωμένα
σκαλιά της βεράντας.
Κατά μήκος του φράχτη, στα πλάγια της καγκελόπορτας, οι βεργόλι-
γνοι κορμοί δύο αναρριχητικών, μιας βουκαμβίλιας κι ενός γιασεμιού,
στέκουν κατάξεροι και ντροπαλοί για τη γύμνια τους.
Λίγο πιο πίσω τριανταφυλλιές, σίγουρα διαφόρων χρωμάτων άλλοτε,
παλεύουν να διατηρήσουν την απειλιτική τους στάση προτάσσοντας 63
ακόμη τ' άψυχα αγκάθια τους.
Ιβίσκοι, πασχαλιές, νερατζιές κι ακακίες ήσαν κάποτε συγκάτοικοι
εδώ και το μόνο που το θυμίζει πια είναι κάτι ξερόκλαδα, που κάνουν
τις γούβες που τα φιλοξενούν να φαίνονται αφύσικα μεγάλες.
Σε μια γλάστρα ξεχασμένη, στη βάση της σκάλας, υπάρχει φυτεμένο -
κόντρα στο τόσο καφέ - ένα πράσινο παχύφυλλο.
Μια υπομονή ζει πεισματικά στη σιωπή.
«Τί χρώμα έχει η εγκατάλειψη;»
«Το καφέ του διψασμένου χώματος και των ξεραμένων φύλλων."
«Τί χρώμα έχει η ελπίδα;»
«Το πράσινο της υπομονής.»
Το τραγούδι που ακούστηκε απ' το περαστικό αυτοκίνητο, πέρασε από
ένα άνοιγμα του φράχτη και την καλησπέρισε:
«Θα περιμένω κι ας μη 'ρθεις
στον κήπο της υπομονής
θα γίνω δέντρο κι ασκητής
και θα σωπαίνω».