Page 41 - mag_103
P. 41

της Μαρίας Στρίγκου
















               Από μικρόν με νανούριζε η μάνα μου με το τραγού-


               δι της Μοσχολιού, «Τα τρένα που φύγαν αγάπες μού



               πήρανε. Αγάπες και κλαίνε, ποια μοίρα τις μοίρανε;»


               Παιδάκι ακόμα και σπάραζε το μέσα μου για το άδικο,



               τον αποχωρισμό και την ορφάνια της αγάπης δίχως


                                    να μπορώ να εξηγήσω το γιατί.







               Μεγάλωσα και μαζί με μένα μεγάλω-                     μέσα στα χρόνια.
               σαν  και  τα  τρένα.  Έγιναν  σύγχρονα.               «Το τρένο σε πήρε πουλί, χελιδόνι μου.                     41

               Γρήγορα και άνετα, ένα μεταφορικό                     Σε  τύλιξ'  η νύχτα  κι  ορφάνεψα  μόνη
               μέσο που χαίρεται ο καθένας να τα-                    μου.»

               ξιδεύει μ’ αυτό. Κι ας υπήρχαν καθυ-

               στερήσεις κι αναποδιές. Ε, δεν ήσουνα                 Κι ύστερα ήρθαν τα Τέμπη και κατάλα-
               και στην άσφαλτο εκτεθειμένος στην                    βα. Κι έπαψα να ρωτάω πια. Γιατί σε

               τρέλα κάθε οδηγού. Ε, δεν ήσουνα και                  τέτοιες  συμφορές  κανένας  λόγος  δεν
                                                                     ωφελεί, δεν βοηθάει. Γιατί κανένας
 «Τα τρένα     πέρα με τη μανία του Ποσειδώνα. Ούτε                  λόγος δεν έχει νόημα, δεν έχει ψυχή
               στην θάλασσα να πρέπει να τα βγάλεις


                                                                     δυνατή να σταθεί κοντά σ’ αυτούς που
               ήσουνα κρεμασμένος στον αέρα ανά-
                                                                     μείνανε πίσω και να τους πιάσει απ’ το
               μεσα απ’ τα σύννεφα, που αν κάτι θα
                                                                     χέρι, να τους στηρίξει μέσα στη σκοτει-
               πήγαινε στραβά, θα γινόσουνα σκόνη
 που φύγαν»    πριν καν προλάβεις να φτάσεις στη γη.                 νιά, να φέρει μια χαραγματιά φωτός.

                                                                     Και μ’ αυτές τις διόλου αισιόδοξες σκέ-
               Συχνά πυκνά έπιανα τον εαυτό μου να
                                                                     ψεις, συνέχισα να μπαινοβγαίνω στα
               θυμάται το τραγούδι των παιδικών μου
                                                                     δικά μου τρένα, στους συρμούς του
               χρόνων και να ρωτώ την κυρία Μο-
               σχολιού για ποιο λόγο τα τρένα κουβα-

                                                                     μου και την συμφορά και την απόγνω-
               λούσαν τόση λύπη, τι απέγιναν τα χε-                  μετρό, παλεύοντας να χωρέσω μέσα
               λιδόνια και πώς παλεύεις την ορφάνια                  ση.
   36   37   38   39   40   41   42   43   44   45   46