Page 60 - mag_101
P. 60
ενΑΣ μπΑμπήΣ
Ξε – στολίσου
Ξ ε – σ τ ο λ ί σ ο υ
Μίλαγε δυνατά, με άγχος, με αγωνία, με κλασικό καροτσάκι της λαϊκής στα χέ-
θυμό. Οι φλέβες του λαιμού του είχαν ρια, επιδοκίμασε κουνώντας κι αυτή το
φουσκώσει, ποτάμια έτοιμα να σπά- κεφάλι με τον ίδιο τρόπο. Στιγμιαία, μου
σουν το φράγμα και να ξεχυθεί ανεξέ- μοιάσαμε όλοι, σαν εκείνα τα παλιά,
λεγκτη η οργή. Να ‘ρθει να τα σαρώσει λούτρινα ζωάκια που ακινητοποιημένα
όλα, να τα καταστρέψει, να τα διαλύσει. καθώς είναι, αγκυλωμένα να πω κα-
Μπορεί κιόλας να πίστευε πως μ’ αυτόν λύτερα, το μόνο που μπορούν είναι να
τον τρόπο, θα τα καθάριζε μια χαρά. κουνάνε πέρα – δώθε είναι το κεφάλι
τους.
Ο φίλος του, αρπαγμένος από τη μο-
60 ναδική χειρολαβή, ήταν πρόκληση για «Καλά όλα αυτά αλλά τα στολίδια τι σου
τους μαθητές να κόβουν τις χειρολαβές φταίνε; Από πού θα πάρουμε χαρά κι
απ’ τα λεωφορεία και να τις επιδεικνύ- εμείς, που δεν έχουμε στον ήλιο μοίρα;»
ουνε σαν λάφυρα ραμμένα στις τσάντες Την κοίταξε γουρλώνοντας τα μάτια, λες
τους στο σχολείο, κουνούσε καταφατικά και το οξυγόνο του τελείωνε δραματικά.
το κεφάλι. Δεν ήμουνα σίγουρος πως «Για ποια χαρά μιλάς; Κι από πού κι ως
τον άκουγε και τόσο προσεκτικά. Στην πού θα μου δώσει εμένα χαρά ένα λα-
τελευταία στάση παρατήρησα πως κοί- μπάκι που αναβοσβήνει και μια χρω-
ταζε μ’ ενδιαφέρον τον κώλο μιας του- ματιστή μπάλα; Άμα δεν έχω να φάω;
ρίστριας που διαγραφόταν προκλητικά Άμα δεν έχω να ζεσταθώ; Άμα δεν έχω
μέσα απ’ το στενό της τζην. δουλειά; Άμα μου γαμάνε τα παιδιά μου;
«Μα δεν έχει μείνει και τίποτα όρθιο Υπάρχει ακόμα χαρά στον σκατόκοσμο
αδερφέ. Δικαστές; Σαπίλα. Αστυνομι- που ζούμε;»
κοί; Βρώμα. Παπάδες; Σιχασιά. Πολι- Η κυρία κάτι μουρμούρισε και πήγε λίγο
τικοί; Αυτοί θα μου πεις είναι γνωστοί παραπέρα. Τον πλησίασα διστακτικός
για το πόσο σκάρτοι είναι. Τι να ξαφνια- αλλά παρ’ όλα αυτά αποφασισμένος.
στείς; Δε λέει. Όλα μηδέν. Μια κοινωνία Όλη αυτή η πίκρα θα ήταν αβάσταχτη,
μπουρδέλο. Μια ζωή για τα μπάζα.» πώς άντεχε να την κουβαλάει;
Η ηλικιωμένη κυρία δίπλα τους, με το «Έχεις δίκιο – του είπα σιγά – πολύ δί-