Page 109 - mag_99
P. 109
της Ρούλας Μονογυιού
Ονειρεύτηκα ένα ποτήρι με βανίλια υποβρύχιο, στο καφε-
νεδάκι της πλατείας του χωριού, ένα ήσυχο αυγουστιάτικο
μεσημέρι κάτω από τη δροσιά του πλάτανου. Ένα υποβρύχιο
βανίλιας που μετά γινόταν άγιο τσιπουράκι που είχε και
παρέα παξιμάδι με τριμμένη ντομάτα, κοπανιστή και λού-
ζα... γεμάτα μυρωδιές θρούμπης και βασιλικού, κερασμένα
από κάποιον λιγομίλητο, φιλόξενο ντόπιο που μπορεί και
νάταν ...συγγενής.
Ονειρεύτηκα γεράνια φυτεμένα σε χρωματιστούς τενεκέδες
να στολίζουν ασβεστωμένες σκάλες!
Ονειρεύτηκα και μια παιδούλα ξυπόλυτη κι αμέριμνη με ένα 109
γάργαρο και ξέγνοιαστο γέλιο, που την κρατάει σφιχτά
εκείνος ο ασπρομάλλης γέρος με το μεγάλο μουστάκι και
την τραγιάσκα πάνω στον γκρίζο γαϊδαράκο του. Τον ονει-
ρεύτηκα που μέρες τώρα φρόντιζε το σαμάρι για να είναι
βολικό και άνετο... για να την πάει βόλτα στην χώρα... για
να καμαρώσει για την εγγόνα του, που την έχει κοντά του
λίγες μέρες. Δεν την χορταίνει μωρέ... πόσο γρήγορα περνά
ο καιρός... Πόσο γρήγορα περνάει η χαρά του... Σε λίγες
μέρες θα φύγει πάλι και θα περιμένει το επόμενο καλοκαίρι
για να την ξαναδεί... Τους ακολουθώ μέχρι που χάνονται
σαν τον καπνό του πλοίου που σμίγει με τα σύννεφα...