Page 113 - mag_96N
P. 113
της Ρούλας Μονογυιού
Πως έφτασες εδώ; Τι σε έκανε να πληγώνεις το σώμα
σου; Θυμώνεις, βρίζεις με άδειες λέξεις μα και εσύ
άδεια είσαι. Έχεις σβήσει ακόμα και τη σκιά σου
να μη φαίνεσαι, πολλά χρόνια τώρα μπορεί κι από
τότε που γεννήθηκες.
Μα δε μπορεί κάτι όμορφο θα έχεις συναντήσει στο
διάβα σου... Κάποιο χάδι λίγο πιο τρυφερό, πιο
αλλιώτικο... Κάποιο σκίρτημα απαλό θα ένιωσες,
σαν φτερούγισμα πεταλούδας σε κάποιο λιβάδι
και έτρεξες να την πιάσεις, μια θάλασσα πλατιά
που κολύμπησες κι είδες το σώμα σου διάφανο κι
απαλό... έναν μεγάλο πόθο κάποιο καλοκαίρι που 113
δεν ήθελες να χαθεί μες στον χειμώνα...
Δεν μπορεί; Κι εσύ θα μέτρησες κάποια στιγμή
τα αμέτρητα αστέρια μιας καλοκαιρινής νυχτιάς,
θα άκουσες τον ήχο της φλόγας από τα ξύλα
που καίγονται μαζί και γίνονται στάχτη... όπως
κι εσύ κάθε μέρα γίνεσαι στάχτη και κάθε μέρα
ξαναγίνεσαι στάχτη μέχρι να σε φυσήξουν και να
χαθείς εντελώς...
Αδειάζω αποθήκες, παίρνω παλιά πλυντήρια, παλιά
σώματα... Ο παλιατζής! Ακούγεται από κάτω στο
δρόμο!