Page 47 - magazin_016
P. 47

της Κατερίνας επισκοπάκη





               κωνε» εδώ και τόση ώρα; Τον ξάφνιαζε το
               γεγονός ότι κι ο ίδιος δεν ήξερε πώς να το
               χειριστεί αυτό; Ένοιωθε ανάκατα μια ταρα-
               χή, μια λύπη, μια θλίψη και μια αηδία.

               Κυριάρχησε  η  θλίψη.  Ήταν  σαν  να  βλέπει
               μπροστά του, κάτι σαν σκηνές από έργο
               ΠΡΟΣΕΧΩΣ. Ο Χρόνος. Ο Εχθρός. Η Μα-
               ταιοδοξία. Η διάθεση για Ζωή. Πόσο αξε-
               πέραστη είναι αυτή η κόντρα; Πόσο εύκο-
               λος ή πόσο δύσκολος ο συμβιβασμός; Πώς
               μπορείς να το χειριστείς; Τι συμβαίνει σε μια
               ωραία γυναίκα που έχει μάθει σ’ όλη της τη
               ζωή να παίζει με τη γοητεία της και ξυπνάει

               ένα πρωί και δεν τη θυμίζει πια τίποτα; Πόσο
               καιρό μεταμορφώνεται σε μια ματαιόδο-
               ξη ηλικιωμένη γυναίκα και πόσο καιρό της              προς τα πάνω της. Εκείνη μάλλον σάστισε
               παίρνει να το καταλάβει; Κι αυτός που είναι           από την ορμή του.
               άνδρας; Θα συμβεί και σ’ αυτόν; Θα συμβεί             Την πήρε αγκαλιά. Την έσφιξε πάνω του
               και στην Έφη, και στους φίλους του και σε             τόσο δυνατά που σχεδόν την πονούσε. Πριν
               όλους; Αποφεύγεται αυτό; Κι αν ναι, ποιος             προλάβει εκείνη να διαμαρτυρηθεί, κόλλησε

               θα του μάθει το πώς;                                  τα χείλη του στα δικά της.                                 47
               «Μήπως έχετε φωτιά;» τον ρώτησε με τη βα-             «Μείνε όπως είσαι», της είπε, ανάμεσα σε
               θιά, γεροντική μα ναζιάρικη φωνή της, κρα-            φιλιά σ’ όλο της το πρόσωπο. «Μείνε όπως
               τώντας ένα πολύ λεπτό τσιγάρο στο γεμάτο              είσαι, μπορείς; Πες μου, μπορείς; Μου το
               πανάδες χέρι της με τα επιμελημένα βαμμένα            υπόσχεσαι;»
               κόκκινα νύχια της. Συνόδεψε την ερώτηση
               με  ένα έντονο χαμόγελο,  δείχνοντας μια
               σειρά από κατάλευκα, ολόϊσια δόντια, που
               θα μπορούσαν αν φωτογραφηθούν να χρη-

               σιμοποιηθούν ως διαφήμιση για το ιατρείο
               ακριβοπληρωμένου ορθοδοντικού βορείων
               προαστείων. Ήταν φανερό πως προσπαθού-
               σε να του πιάσει κουβέντα.
               Βούτηξε το πακέτο με τα τσιγάρα και τον
               αναπτήρα του από τον πάγκο, ψέλλισε κάτι
               σαν «όχι, δεν…» χωρίς να ακουστεί, άφη-

               σε τον μισοτελειωμένο καφέ και έσπευσε να
               φύγει. Σχεδόν το ‘βαλε στα πόδια.
               Έτρεχε πατώντας πάνω στην καυτή αμμου-
               διά,  όχι  τόσο  από  το  ανυπόφορο  κάψιμο
               στις  πατούσες,  όσο  από  ανάγκη  να  απο-
               μακρυνθεί. Τότε είδε τη φιγούρα της Έφης
               να βγαίνει, επιτέλους, από το νερό. Έτρεξε
   42   43   44   45   46   47   48   49   50   51   52