Page 77 - mag_20
P. 77

ΜΙΚΡΟ ΔΙΗΓΗΜΑ                                                                            του Φίλιππου Φίλια

                                                                       https://www.facebook.com/filippos.filias






                                         λλά κάποια Δευτέ-            το αίμα στάλαζε στο ανοιχτό τε-
                                         ρα, εντελώς απροσ-           τράδιο ιχνογραφίας. Δεν έβγαλα
                                         δόκητα, άνοιξαν την          μιλιά, ούτε καν μόρφασα. Παρέ-
                                     πόρτα και με μόνο                μεινα σιωπηλά ανέκφραστος στη
                          εφόδιο μια τσάντα που περιείχε              θέση μου, διότι απλούστατα είχα
                          ένα τετράδιο ιχνογραφίας κι ένα             πεθάνει ακαριαία, για να ξανα-
                          κουτί  κηρομπογιές,  μ’  έδιωξαν            γεννηθώ επιτόπου ένας καινούρ-
                          για πάντα από τ’ όνειρο. Για την            γιος, ολότελα διαφορετικός άν-
                          ακρίβεια, μ’ έστειλαν στο νηπια-            θρωπος. Πήρα μηχανικά τη μαύρη
                          γωγείο. Θυμάμαι πεντακάθαρα                 κηρομπογιά και σχεδίασα στο μα-
                          εκείνες τις σκοτεινές φθινοπω-              τωμένο χαρτί ένα σταυρό, γρά-
                          ριάτικες μέρες. Ο ουρανός είχε              φοντας από κάτω φαρδιά πλατιά
                          κατέβει χαμηλά, έκανε παγωνιά κι            τ’ όνομά μου, καθώς γνώριζα ήδη
                          έβρεχε ολημερίς, λες κι ο καιρός            γραφή. Το ίδιο βράδυ κατασκεύ-
                          ήθελε να μου τονίσει τι σήμαινε η           ασα την πρώτη σφεντόνα μου.
                          παρθενική μου είσοδος στον έξω              Και το επόμενο πρωί πήγα κρυφά,
                          κόσμο.  Η  νηπιαγωγός  με  τοπο-            στο διάλειμμα, και σκότωσα τον
                          θέτησε δίπλα στο παράθυρο της               σπουργίτη πάνω στην πορτοκα-
                          αίθουσας, το οποίο σχεδόν το                λιά. Έκτοτε, σε κάθε τσάντα μου,
                          κάλυπτε μια πορτοκαλιά, το μονα-            κουβαλούσα ανελλιπώς αρχικά
 76                       δικό δέντρο του προαυλίου. Τις              μια σφεντόνα, αργότερα έναν                               77

                          τρεις πρώτες μέρες παρατηρούσα              πτυσσόμενο σουγιά, ώσπου στο

 Όταν ήμουν μπόμπιρας     διαρκώς  κάποιον  σπουργίτη  που            τέλος μεταμορφώθηκα ο ίδιος σε
 κατοικούσα μέσα σ’ ένα περίκλειστο, ευτυχισμένο   είχε φωλιάσει τουρτουρίζοντας   καλοτροχισμένη λεπίδα. Το μαύ-
                                                                      ρο σταυρό με τα παιδικά μου αί-
                          στα φυλλώματά της, για να προ-
 όνειρο. Στο θαλπερό κέλυφος του οίκου μου, πλάι στη   στατευτεί απ’ τη νεροποντή. Προ-  ματα τον φύλαξα και τον έχω έως

 γενέθλια μήτρα, δεν σκιαζόμουν κανέναν, δεν θλιβό-  φανώς είχα ταυτιστεί μαζί του.   σήμερα αναρτημένο πάνω από
                          Την τέταρτη, ενώ κοιτούσα το
                                                                      το κρεβάτι μου. Είναι ο ένας από
 μουν καθόλου, δεν νοιαζόμουν για τίποτα, κι όλοι μ’   τρεμάμενο πουλί αντί να ζωγρα-  τους δύο προσωπικούς μου σταυ-
 αγκάλιαζαν, με φιλούσαν, μου γλυκοτραγουδούσαν    φίζω ένα χαμογελαστό ήλιο, η νη-  ρούς. Ο άλλος, λευκός, μαρμάρι-

 – ω, τι ευλογημένα, αλησμόνητα χρόνια!   πιαγωγός με ζύγωσε σα γάτα και   νος, με σκαλισμένο τ’ όνομά μου
                          μου άστραψε εν ψυχρώ μια γερή
                                                                      (αφού έτσι λεγόταν κι ο παππούς
                          ανάποδη στο πρόσωπο – ήμουν                 μου), με αναμένει στο οικογενει-
                          μόλις πέντε χρονώ. Το χείλος μου            ακό μου μνήμα, στο Α’ Νεκροτα-
                          σχίστηκε από το δακτυλίδι της και           φείο Πατρών.

                          Πεθαίνεις πάντα δυο φορές: μία, όταν για πρώτη φορά εισέρχεσαι στον
                          κόσμο, κι άλλη μία, όταν για πρωτόστερνη φορά εξέρχεσαι απ’ τη ζωή.










                          Ο Φίλιππος Φίλιας γεννήθηκε και διαμένει κυρίως στην Πάτρα. Κάποια
                          κείμενά του βρίσκονται στη σελίδα του στο Facebook (Φίλιππος Φίλιας).
   72   73   74   75   76   77   78   79   80   81   82