Page 45 - mag_28
P. 45

της Εύας Κασσιάρου


                                                                             http://25thhourproject.tumblr.com/







               «Πιάσαμε λιμάνι χθες. Είμαι καλά, θα έρθω τον επόμενο χρόνο             ριο φεύγω». Ή μήπως ήταν
               παραμονές Χριστουγέννων. Με αυτά τα λεφτά να αγοράσεις πά-              ζεστή σαν τον λίβα; Μετά
               πλωμα να μη κρυώνεις. Ο χειμώνας στο νησί μας είναι δύσκο-              καθόταν στο παραθύρι κοι-
               λος, έχει πολλούς αέρηδες. Ο Νικόλας σου»                               τάζοντας τη θάλασσα. Και
               Τα διάβαζε και τα έβαζε στο εικονοστάσι.                                αυτή με το γαλάζιο της, το
               «Μαριώ τι κάνει ο ναυτικός μας;»                                        γκρι της και το μαύρο της
               «Είναι καλά θείε Μήτσο, θα έρθει του χρόνου»                            χρώμα, άλλαζε κάθε φορά
               «Άντε να νιώσεις και εσύ ρε παιδί μου την ηδονή του κορμιού             τη μορφή του Νικόλα της,
               και τη γλύκα  της συντροφιάς, αράχνιασες. Καλός ο Νικόλας ή             μα άλλες πάλι φορές, πά-
               να σου βρω άλλον;»                                                      λευε με τον αέρα και δεν
               «….» έσκυβε το κεφάλι και κοκκίνιζε.                                    είχε χρόνο να σχηματίζει
               Ο θείος της ο Μήτσος, άνθρωπος γλεντζές, την πείραζε                    ανθρώπινες μορφές. Θα
               κάθε φορά που την έβλεπε. Πολύ γέρος πια, τα έλεγε όλα                  τον γνωρίσει; Θα την γνω-
               έξω από τα δόντια.                                                      ρίσει; Έχει γεράσει, θα τη
               «Κορίτσι μου, κοίτα να πηγαίνεις στη ζωή από το φαρδύ δρό-              θέλει έτσι; Πώς πρέπει να
               μο, άσε τα μονοπάτια. Ήρθαμε να την απολαύσουμε τη ριμάδα               τον  αγκαλιάσει; Τι  πρέπει
               και να πιούμε τα ζουμιά της. Εγώ δεν ήθελα να τον πάρεις, να            να του πει; Και μετά;
               ξέρεις. Αλλά η μάνα σου επέμενε. Καλή τύχη για την μεγαλοκο-            Ζήλευε το παρελθόν, ταλα-
               πέλα μου, έλεγε.  Τώρα που κοιτάζει τα ραδίκια ανάποδα και σε           ντεύονταν στο παρόν και το
               βλέπει από ψηλά μόνη και έρμη τι θα λέει;»                              μέλλον την αγρίευε. Καρ-                 45
               «Μην ανησυχείς θείε, είμαι καλά. Κάθε μήνα, μου στέλνει χρή-            διοχτυπούσε για την άγνω-
               ματα να αγοράσω μια το ένα μια το άλλο.»                                στη ηδονή του κορμιού και
               «Βρε τα χρήματα δεν έχουν αξία. Η ηδονή του κορμιού έχει                τη  γλύκα  της  συντροφιάς.
               αξία. Και αυτή δεν την αγοράζεις. Τη γεύεσαι.»                          Αυτή, τη μόνη ηδονή που
               Τις πρώτες ρυτίδες της, τις χάιδεψε μόνη της. Την πρώτη της             γνώριζε, ήταν της σιωπής
               άσπρη τρίχα, την κοίταξε μόνη της.                                      και της μοναξιάς. Δεν ήθε-
               «Του χρόνου το καλοκαίρι βγαίνω στη σύνταξη και θα έρθω                 λε να γνωρίσει την άλλη. Τη
               για πάντα στο νησί. Έχω μαζέψει αρκετά χρήματα. Θα ζήσουμε              φοβόταν.
               καλά. Σου στέλνω και αυτό το κολιέ. Να το κρεμάσεις στο λαιμό           Φόρεσε το κολιέ και τον
               σου. Θα σου πάει. Οι χάνδρες του είναι από κεχριμπάρι Δέκα              έσφιξε μέσα στη χούφτα
               πέντε χάνδρες, όσες και τα χρόνια που είμαστε χώρια. Αν τις             της. Ένα εικοσιτετράωρο
               ρίξεις στο νερό της θάλασσας θα επιπλέουν και θα ταξιδέψουν.            έμεινε άγρυπνη. Τον περί-
               Ο Νικόλας σου»                                                          μενε. Μετά έγειρε. Η καρ-
               Η καρδιά της άρχισε να κτυπά από εκείνη την ώρα, για του                διά της δεν άντεξε. Την 25η
               χρόνου το καλοκαίρι. Το κολιέ δεν το φόρεσε, το έβαλε και               ώρα ήρθε ο Νικόλας της..
               αυτό στο εικονοστάσι.                                                   Της έκλεισε τα μάτια, τη
               «Έρχεται θείε Μήτσο. Πώς είναι η ηδονή του κορμιού και η                φίλησε στα χείλη και της
               γλύκα της συντροφιάς;» ψιθύρισε και άφησε λουλούδια στο                 έβγαλε το κολιέ. Το κολιέ
               παγωμένο μάρμαρο.                                                       έγινε κομπολόγι στα χέρια
               Η μέρα που θα έβλεπε το Νικόλα της, ερχόταν απειλητικά                  του. Δέκα πέντε χάνδρες
               κατά πάνω της. Τον κοίταζε στην κιτρινισμένη  νυφιάτικη                 από κεχριμπάρι κτυπούν
               φωτογραφία. Το μέτωπο του μεγάλο. Ή μήπως ήταν μικρό;                   νευρικά εδώ και οκτώ χρό-
               Τα μάτια του καστανά. Ή μήπως ήταν μαύρα σαν το κάρ-                    νια ασταμάτητα στα δάκτυ-
               βουνο; Άκουγε τη φωνή του κρύα. «Καληνύχτα Μαριώ, αύ-                   λά του.
   40   41   42   43   44   45   46   47   48   49   50