Page 71 - mag_47
P. 71
της Ελένης Παναγιώτου
Αν μετά από καιρό η ελεύθερη σκέψη δεν κριθεί παράνομη και οι ερώτη-
σεις επιτρέπονται ακόμη, ίσως κάποιο παιδί ανέγγιχτο από στερεότυπα
και μοτίβα να απευθύνει σε κάποιον ενήλικα την ερώτηση: «Γιατί αγαπητέ
κύριε δεν στείλατε καράβια να παραλάβετε τους πρόσφυγες;» ή «Γιατί ξε-
χνάτε τόσο εύκολα το παρελθόν σας;».
Ίσως η απάντηση να είναι υπεκφυγή με τυποποιημένες απαντήσεις που μοι-
ράζονται καθημερινώς από τα μέσα μαζικής παραπληροφόρησης κι ίσως η
μόνη αλήθεια που δεν μπορεί να είναι άλλη πάρα τούτη μονάχα: «Γιατί εμείς
δεν είχαμε παράθυρα να μπαίνει φως, πέρα απ’ τους τέσσερις τοίχους μας
να δούμε.»
Υψώσαμε τα τείχη που τάχα στήσαμε γι’ ασφάλεια – μια ασφάλεια τόσο επικίν-
δυνη – κι εγκλωβιστήκαμε στη φυλακή του “εγώ”, γνωρίζοντας ήδη και με
μια αυθάδη αδιαφορία πως κάθε που δεν μιλάς, δεν αντιδράς, το σύστημα
πλατιά χαμογελάει. Κάθε που λες «δεν ήμουν εγώ», ποτέ εσύ δεν θα γίνεις.
Κάθε που ξεμακραίνεις απ’ το πρόβλημα, εκείνο ξεγλιστρά και σ’ ακολουθεί. 71
Ξέρει που μένεις, ξέρει τη δουλειά σου, το σχολείο των παιδιών σου.
Κι ίσως στην απέναντι όχθη που αρνείσαι να κοιτάξεις, μέσα σε ‘κείνα τα παιδι-
κά μυαλουδάκια, να κρύβεται η αυριανή ελπίδα. Μπορεί η ιδέα να έχει φυτευτεί
μέσα σ’ ένα απο ‘κείνα τα παιδιά με τα μεγάλα βρεγμένα μάτια, που αν τους
δινόταν η ευκαιρία, να γινόταν οι μελλοντικοί επιστήμονες. Αυτοί που ίσως σε
είκοσι, τριάντα ή σαράντα χρόνια να κατάφερναν να βρουν τη θεραπεία που
θα έσωζε την πολύτιμη ζωή σου ή, κάποιου αγαπημένου σου.
Τότε θα έπαυε να έχει σημασία ότι σήμερα σε κάνει να νιώθεις δήθεν “ανώ-
τερος” και θα καταλάβαινες πως όσο οι άνθρωποι αντέχουν στα μάτια να
κοιτιούνται, θα αντανακλά ο ένας του άλλου το χρώμα και ό,τι μας χωρίζει
δεν θα ‘ναι παρά μερικές φανταστικές γραμμές σε έναν κακοφτιαγμένο
χάρτη.
Κι εκείνο το απέραντο γαλάζιο που νόμιζες πως χρώμα δεν θ’ άλλαζε ποτέ,
Στην απέναντι όχθη γίνεται τώρα με ευθύνη δική σου και δική μου πότε γκρι και πότε μαύρο
γνέφοντας μας σε κάθε του κύμα πως αν οι άνεμοι κατεύθυνση αλλάξουν,
μπορεί ως στη στεριά στα πιο ψηλά βουνά να ξεχυθεί.
Και τότε;