Page 57 - mag_48
P. 57
σΤηΝ πΟλη μΟυ της Μαρίας Θεοδώρου
* In the realistic memory
the memorable must be forgone;
it never matters,
except in front of our eyes.
ΠΟΤΕ, ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
Saul Leiter, Café Les
Deux Magots (1959)
Μια συλλογή με ποιήματα του Robert Lowell αγοράστηκε πριν από πολλά χρόνια σε ένα βι-
1
βλιοπωλείο κάπου στην Καλιφόρνια και ταξίδεψε σε μια βαλίτσα για να έρθει να με βρει. Τι
είναι εκείνο που κάνει τον προσωπικό πόνο να υπερβαίνει τα όρια του εαυτού και να αγγίζει
τους άλλους; Η τεχνική, το ταλέντο, η αλήθεια; Διαβάζω τους παραπάνω στίχους* (Στη ρεα-
λιστική μνήμη / το αξιομνημόνευτο πρέπει να προσπεραστεί / ποτέ δεν έχει σημασία, / παρά
μόνο μπροστά στα μάτια μας.) από το ποίημα τού, «Grass Fires» και αναπόφευκτα σκέφτομαι
πως οι αναμνήσεις είναι κατά κάποιο τρόπο «ποτέ και για πάντα». Το παρελθοντικό συνέβη
και άρα υπάρχει για πάντα και ταυτόχρονα παρήλθε άρα δεν υπήρξε ποτέ στο παρόν, στο
μοναδικό, σε αυτό που ζούμε τώρα. Το είπε καλύτερα στην αρχή του «Τhe Go-Between» ο
L.P. Hartley : «Το παρελθόν είναι μια ξένη χώρα. Κάνουν τα πράγματα αλλιώς εκεί». Ήμουν
2
πρόσφατα μάρτυρας (αυτόπτης και αυτήκοος!) της πιο συνηθισμένης -ίσως- σκηνής στον
κόσμο: ενός χωρισμού. Είχα κατέβει μια βόλτα στην Αθήνα. Σε έναν κεντρικό δρόμο έχει κάτι
στενάκια ξεχασμένα στα τέλη των 80s, άντε στις αρχές των 90s, και για αυτόν ακριβώς τον 57 57
λόγο, αποφάσισα να καθίσω σε ένα από τα καφέ εκεί και να ξεφυλλίσω το βιβλίο που μόλις
είχα πάρει. Τυχαία, μοιραία ή για λόγους αφηγηματικής χάρης, το βιβλίο αυτό ήταν το «The
End of the Affair» του Graham Greene . Έπειτα από λίγα λεπτά έρχονται στο διπλανό τραπε-
3
ζάκι ένα αγόρι και μία κοπέλα: φαίνεται πώς έχουν ήδη ξεκινήσει μια συζήτηση γιατί αφού
παραγγέλνουν εκείνη του λέει χαμηλόφωνα: «Γιατί;» και εκείνος της απαντά «Απλά δεν εί-
μαι ερωτευμένος μαζί σου». Εκείνη βγάζει το πορτοφόλι της και αφήνει κάποια χρήματα στο
τραπέζι λέγοντας πως «πρέπει να φύγει αυτή τη στιγμή», εκείνος της λέει να μείνει λίγο και
εκείνη κάθεται γιατί ξέρει πως στην πραγματικότητα δεν έχει άλλη επιλογή. Ό,τι ακολουθεί
είναι θλιβερό και αναμενόμενο. Μετά από δύο ώρες σηκώνονται να φύγουν. Τους κοιτάζω κα-
λύτερα. Εκείνος στα μάτια μου φαίνεται θολός, σχεδόν διάφανος. Στο τέρμα του στενού, λίγο
πριν βγουν στον κεντρικό, στέκονται για λίγο, την αγκαλιάζει ενώ εκείνη κλαίει. Λυπάμαι που
εκείνος δεν μπορεί να της χαρίσει ούτε την ιδιωτικότητα, τη διακριτικότητα που χρειάζονται
και οι δυο την στιγμή αυτή. Την βλέπω να του λέει κάτι. Θα μπορούσε να είναι «δεν μπορείς να
καταλάβεις πόσο σημαντικός είσαι για μένα». Μετά σκύβει το κεφάλι για να μην τον βλέπει κα-
θόλου και του κάνει νόημα, «φύγε». Εκείνος αμέσως γυρνάει την πλάτη και έπειτα χάνεται από
το οπτικό μου πεδίο. Θέλω να πιστεύω πώς, φεύγοντας, γύρισε έστω και μια φορά να κοιτάξει
την κοπέλα που άφησε πίσω. Κάτι μέσα μου όμως, μου λέει πως δεν το έκανε. Θέλω να πάω
εκεί και να της πω πως αν βρει τη δύναμη να «προσπεράσει το αξιομνημόνευτο», ίσως και να
σωθεί. Αλλά αυτή είναι μια συμβουλή που δεν μπορώ να δώσω ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό.
Υ.Γ. Πηγαίνοντας μετά προς το Σύνταγμα, βλέπω σε έναν τοίχο να έχουν γράψει με μαρκαδόρο κάτι σαν «όσες
κρέμες και αρώματα να βάλεις, εγώ θα σε βλέπω πάντα ιδρωμένη». Σκέφτομαι πως από κάτω, κάποια θα μπορού-
σε να γράψει: «όσες όμορφες αναμνήσεις και να έχω από εσένα, πάντα θα σε βλέπω να με αφήνεις να κλαίω και
να μην γυρνάς ούτε να με κοιτάξεις, καθώς ανεβαίνεις την Ερμού.»
1 Lowell, R. Day by Day. New York: Farrar, Straus & Giroux, 1977.
2 Hartley, L.P. The Go-Between., 1953.
3 Greene, G. The End of the Affair.London: Penguin, 2004.
magazine 05