Page 82 - mag_71
P. 82
ΣΚΟΡΠΙεΣ ΣΚεΨεΙΣ του Βελισάριου Θώδη
Περπατώντας
στη σιωπή
Συχνά αναρωτιέμαι και το μυαλό αυτή η πόλη έμοιαζε για μας ένα με-
μου συνεχώς γυρνάει σε εκείνον τον γάλο πεδίο εξερεύνησης της παιδικής
“αλητάκο” με τα κοντά παντελονάκια, μας αναζήτησης. Ήταν όμορφη πόλη,
με τη μπάλα στα πόδια να ξεχύνεται τουλάχιστον στα δικά μας παιδικά μά-
κάθε απόγευμα, μετά το βαρετό διά- τια και το ένιωθες, το εισέπραττες σε
βασμα, έξω στους δρόμους και στις κάθε σου κίνηση.
αλάνες, να συναντήσει την υπόλοιπη Αλλά όπως πολλά παραμύθια, παρα-
“συμμορία” και να σκαρώσουν πα- μένουν παραμύθια μόνο στα βιβλία
ρέα λογιών λογιών παιχνίδια αλλά γιατί έρχεται η πραγματικότητα και σε
κυρίως να κλωτσήσουν το τόπι ώρες χαστουκίζει, σου δίνει να καταλάβεις
ατέλειωτες μέχρι να βγουν οι μανά- ότι όχι δεν είναι όμορφος ο κόσμος
δες στα μπαλκόνια για τη πρώτη ει- μας, η πόλη μας, η γειτονιά μας…
δοποίηση ότι πέρασε η ώρα κι ότι απλά το παιδικό μας μυαλό είναι που
αύριο πρέπει να “φυλακιστούμε” για τα ομορφαίνει γιατί δεν κουβαλάει
κάποιες ώρες στο σχολείο, χωρίς τη παρελθόν πίσω του. Και τελικά συνει-
82 μπάλα μας, χωρίς τα όνειρα μας, ναι δητοποιείς πως
αυτά που κάναμε κάθε βράδυ αποκα- ξεμείναμε σε μια πόλη... στην Αθή-
μωμένοι από το παιχνίδι… εκεί κάτω να, στη πόλη που κάποτε συνήθιζε να
στα πεζούλια έξω απ’ τις πόρτες των γελάει, στην Αθήνα που κάποτε απλά
σπιτιών μας. έβγαινες έξω κι έβλεπες λογής λογής
Όνειρα όχι τόσο για το τι θα γίνουμε κόσμο να περιφέρεται αμέριμνος, είτε
όταν μεγαλώσουμε, όσο για το πώς για δουλειά, είτε για βόλτα, είτε για
θα μεγαλώσουμε και πως θα γίνουν το οτιδήποτε... και τώρα απλά σύννε-
οι ζωές μας, θα έχουμε άραγε ακόμα φα, σύννεφα όχι μόνο στον ουρανό,
αυτή τη δίψα του απογεύματος που αλλά και στις ψυχές των ανθρώπων...
τρέχαμε τις σκάλες για να ξεχυθού- απογοήτευση, θυμός, απαισιοδοξία...
με τους δρόμους; Θα μας συναρπά- πουθενά χώρος για χαμόγελα... σκέ-
ζει ακόμα μια μπάλα που απλά κύλαγε ψεις, σκέψεις και πάλι σκέψεις... πως
από πόδι σε πόδι; Θα μας εξιτάρει για θα βρεις διέξοδο, τι μπορείς να κά-
πάντα η παρέα με τα παιδιά της γειτο- νεις, πως μπορείς να ξαναδώσεις
νιάς; λίγο χρώμα στις ζωές των ανθρώ-
Και περνούσαμε ωραία αν και μεγα- πων! Αλήθεια μπορείς πια; Πάει και-
λώναμε ανάμεσα σε τσιμέντα και βοή, ρός που χάθηκε το χρώμα...
νιώθαμε ότι ο κόσμος μας ανήκει και "Και περπατάω στη σιωπή, σε μια
ότι θα τον πιάναμε απ’ τα μαλλιά και πόλη αδειανή, που μ' έχει ξεκάνει."